Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κιόσκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κιόσκι [ˈcɔsci] SUBST ουδ

1. κιόσκι (περίπτερο):

κιόσκι
Kiosk αρσ

2. κιόσκι (σε κήπο):

κιόσκι
Gartenlaube θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский