Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κιγκλίδωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κιγκλίδωμα [ciŋˈgliðɔma] SUBST ουδ

1. κιγκλίδωμα (παραθύρου):

κιγκλίδωμα
Gitter ουδ

2. κιγκλίδωμα (σκάλας):

κιγκλίδωμα
Geländer ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский