Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερ|νώ <-νάς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [cɛrˈnɔ] VERB μεταβ

1. κερνώ (χύνω σε ποτήρι):

κερνώ

2. κερνώ (προσφέρω):

κερνώ

3. κερνώ (δίνω σε λογαριασμό μου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский