Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερδοσκοπία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερδοσκοπία [cɛrðɔskɔˈpia] SUBST θηλ

1. κερδοσκοπία (στο χρηματιστήριο):

κερδοσκοπία
Spekulation θηλ
εξισορροπητική κερδοσκοπία
Arbitrage θηλ
επαγγελματική κερδοσκοπία
συναλλαγματική κερδοσκοπία

2. κερδοσκοπία (αθέμιτη, αισχροκέρδεια):

κερδοσκοπία
Wucher αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κερδοσκοπία

εξισορροπητική κερδοσκοπία
Arbitrage θηλ
επαγγελματική κερδοσκοπία
συναλλαγματική κερδοσκοπία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский