Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερί [cɛˈri] SUBST ουδ

1. κερί (ουσία):

κερί
Wachs ουδ
κερί μελισσών
Bienenwachs ουδ
Paraffinwachs ουδ

2. κερί (λαμπάδα):

κερί
Kerze θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κερί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский