Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεντώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεντ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [cɛnˈdɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. κεντώ (με αιχμηρό όργανο):

κεντώ

2. κεντώ (φτιάχνω κέντημα):

κεντώ

3. κεντώ μτφ (παρακινώ):

κεντώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский