Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κενοδοξία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κενοδοξία [cɛnɔðɔˈksia] SUBST θηλ

κενοδοξία
Eitelkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский