Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κειμήλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κειμήλιο [ciˈmiliɔ] SUBST ουδ

1. κειμήλιο (αντικείμενο μεγάλης αξίας):

κειμήλιο
Kostbarkeit θηλ

2. κειμήλιο (οικογενειακό):

κειμήλιο
Erbstück ουδ

3. κειμήλιο (ενθύμιο):

κειμήλιο
Andenken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский