Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατοπτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατοπτεύ|ω <-σα> [katɔpˈtɛvɔ] VERB μεταβ

κατοπτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский