καταστατικό [katastatiˈkɔ] SUBST ουδ ΝΟΜ
-
Satzung θηλ
-
Statut ουδ
-
Geschäftssatzung θηλ
-
Geschäftsstatut ουδ
-
Gemeindesatzung θηλ
-
διάταξη θηλ καταστατικού
-
Satzungsänderung θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.