Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασταλάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασταλά|ζω <-ξα, -γμένος> [katastaˈlazɔ] VERB αμετάβ

1. κατασταλάζω (υγρό: καθαρίζω):

κατασταλάζω

2. κατασταλάζω (κατακάθομαι):

κατασταλάζω

3. κατασταλάζω μτφ (αποφασίζω):

κατασταλάζω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский