Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατανικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατανικ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [kataniˈkɔ] VERB μεταβ

1. κατανικώ (νικώ: εχθρό κτλ):

κατανικώ

2. κατανικώ (ξεπερνώ):

κατανικώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский