Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταδίωξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταδίωξ|η <-εις> [kataˈðiɔksi] SUBST θηλ

1. καταδίωξη (γενικά):

καταδίωξη
Verfolgung θηλ

2. καταδίωξη (αστυνομική):

καταδίωξη
Fahndung θηλ +γεν nach +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский