Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάβρεγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάβρεγμα [kaˈtavrɛɣma] SUBST ουδ (χόρτου, σκονισμένου δρόμου)

κατάβρεγμα
Besprengen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский