Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρποφορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρποφορία [karpɔfɔˈria] SUBST θηλ

1. καρποφορία (παραγωγή καρπών):

2. καρποφορία (γονιμότητα):

καρποφορία
Fruchtbarkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καρποφορία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский