Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καραδοκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καραδοκ|ώ <-είς, -ησα> [karaðɔˈkɔ] VERB μεταβ

καραδοκώ κάτι
lauern auf +αιτ

II . καραδοκ|ώ <-είς, -ησα> [karaðɔˈkɔ] VERB αμετάβ

καραδοκώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский