Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καπάτσος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καπάτσ|ος <-α, -ο> [kaˈpatsɔs] ΕΠΊΘ

1. καπάτσος (επιτήδειος):

καπάτσος

2. καπάτσος (έξυπνος):

καπάτσος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский