Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλόγερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλόγερος [kaˈlɔjɛrɔs] SUBST αρσ

1. καλόγερος ΘΡΗΣΚ:

καλόγερος
Mönch αρσ

2. καλόγερος (για ρούχα):

καλόγερος

3. καλόγερος ΙΑΤΡ (δοθιήνας):

καλόγερος
Furunkel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский