Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοπροαίρετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοπροαίρετ|ος <-η, -ο> [kalɔprɔˈɛrɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. καλοπροαίρετος (άνθρωπος):

είναι καλοπροαίρετος απέναντί σου

2. καλοπροαίρετος (συμβουλή):

καλοπροαίρετος

Παραδειγματικές φράσεις με καλοπροαίρετος

είναι καλοπροαίρετος απέναντί σου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский