Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακοσυνηθίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κακοσυνηθί|ζω <-σα, -σμένος> [kakɔsiniˈθizɔ] VERB μεταβ (καλομαθαίνω κάποιον)

κακοσυνηθίζω

II . κακοσυνηθί|ζω <-σα, -σμένος> [kakɔsiniˈθizɔ] VERB αμετάβ (αποκτώ κακή συνήθεια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский