Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακοκαμωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κακοκαμωμέν|ος <-η, -ο> [kakɔkamɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κακοκαμωμένος (πράγμα):

κακοκαμωμένος

2. κακοκαμωμένος (άνθρωπος):

κακοκαμωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский