Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθήλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθήλωσ|η <-εις> [kaˈθilɔsi] SUBST θηλ (ακινητοποίηση)

καθήλωση
Festlegung θηλ
καθήλωση των τιμών
Preisstopp αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με καθήλωση

καθήλωση των τιμών
Preisstopp αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский