Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καγκελωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καγκελωτ|ός <-ή, -ό> [kaɲɟɛlɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. καγκελωτός (παράθυρο):

καγκελωτός

2. καγκελωτός (μπαλκόνι):

καγκελωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский