Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καβαλιέρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καβαλιέρος [kavaˈʎɛrɔs] SUBST αρσ

1. καβαλιέρος (συνοδός κυρίας):

καβαλιέρος
Kavalier αρσ

2. καβαλιέρος (σε χορό):

καβαλιέρος
Herr αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский