Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάτεργο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάτεργο [ˈkatɛrɣɔ] SUBST ουδ (σκάφος ως φυλακή)

κάτεργο
Galeere θηλ
Zwangsarbeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский