Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάλτσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάλτσα [ˈkaltsa] SUBST θηλ

1. κάλτσα (μακριά):

κάλτσα
Strumpf αρσ
κάλτσα ως το γώνατο
Kniestrumpf αρσ
δυχτυωτή κάλτσα
Netzstrumpf αρσ

2. κάλτσα (κοντή):

κάλτσα
Socke θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κάλτσα

δυχτυωτή κάλτσα
κάλτσα ως το γώνατο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский