Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ινσουλινικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ινσουλινικ|ός <-ή, -ό> [insuliniˈkɔs] ΕΠΊΘ

ινσουλινικός
Insulin-
Insulinschock αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский