Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιεροσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιεροσύνη [iɛrɔˈsini] SUBST θηλ

1. ιεροσύνη (αξίωμα του ιερέα):

ιεροσύνη
Priesteramt ουδ

2. ιεροσύνη (χειροτονία):

ιεροσύνη
Priesterweihe θηλ

3. ιεροσύνη (κλήρος):

ιεροσύνη
Klerus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский