Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδίωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδίωμα [iˈðiɔma] SUBST ουδ

1. ιδίωμα (γνώρισμα, ιδιότητα):

ιδίωμα

2. ιδίωμα (διάλεκτος):

ιδίωμα
Mundart θηλ
ιδίωμα
Dialekt αρσ

3. ιδίωμα (ιδιόρρυθμη συνήθεια):

ιδίωμα
Eigenheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ιδίωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский