Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θωρ|ώ <-είς, -ησα> [θɔˈrɔ] VERB μεταβ

1. θωρώ (βλέπω):

θωρώ

2. θωρώ (κοιτάζω):

θωρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский