Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρηνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . θρην|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [θriˈnɔ] VERB αμετάβ

θρηνώ για

II . θρην|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [θriˈnɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский