Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θɛˈrizɔ] VERB μεταβ

1. θερίζω (κόβω):

θερίζω

2. θερίζω μτφ (αποκομίζω):

θερίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский