Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θαλπωρή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θαλπωρή [θalpɔˈri] SUBST θηλ

1. θαλπωρή (ζέστη):

θαλπωρή
Wärme θηλ

2. θαλπωρή μτφ (του σπιτιού):

θαλπωρή
Behaglichkeit θηλ

3. θαλπωρή μτφ (παρηγοριά):

θαλπωρή
Trost αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский