Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θήραμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θήραμα [ˈθirama] SUBST ουδ

1. θήραμα (ζώο που θηρεύτηκε):

θήραμα
Jagdbeute θηλ

2. θήραμα (ζώο που προσφέρεται για κυνήγι):

θήραμα
Wild ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский