Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλεκτροφωτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηλεκτροφωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ilɛktrɔfɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. ηλεκτροφωτίζω (φωτίζω με ηλεκτρισμό):

ηλεκτροφωτίζω

2. ηλεκτροφωτίζω (συνδέω στο δίκτυο):

ηλεκτροφωτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский