Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλεκτρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . ηλεκτρικ|ός [ilɛktriˈkɔs] SUBST αρσ

ηλεκτρικός

Παραδειγματικές φράσεις με ηλεκτρικός

ηλεκτρικός συσσωρευτής
ηλεκτρικός αγωγός
ηλεκτρικός καθρέφτης
ηλεκτρικός κινητήρας
ηλεκτρικός μετατροπέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский