Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηγεμονεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηγεμονεύ|ω <-σα> [ijɛmɔˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

ηγεμονεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский