Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωγραφίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζωγραφίζ|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [zɔɣraˈfizɔ] VERB μεταβ

1. ζωγραφίζω (με χρώματα):

ζωγραφίζω

2. ζωγραφίζω (σχεδιάζω):

ζωγραφίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский