Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζαλισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζαλισμέν|ος <-η, -ο> [zalizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ζαλισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский