Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εύθυμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύθυμ|ος <-η, -ο> [ˈɛfθimɔs] ΕΠΊΘ

1. εύθυμος (χαρούμενος):

εύθυμος

2. εύθυμος (αστείος):

εύθυμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский