Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εχέγγυο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εχέγγυο [ɛˈçɛɲɟiɔ] SUBST ουδ

1. εχέγγυο:

εχέγγυο
Bürgschaft θηλ

2. εχέγγυο μτφ:

εχέγγυο
Garant αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский