Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφοδιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφοδιασμός [ɛfɔðjazˈmɔs] SUBST αρσ

εφοδιασμός με
Versorgung θηλ mit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский