Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφιδρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφιδρώ|νω <-σα, -μένος> [ɛfiˈðrɔnɔ] VERB αμετάβ

εφιδρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский