Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευχέρεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευχέρεια [ɛfˈçɛria] SUBST θηλ

ευχέρεια
Leichtigkeit θηλ
με ευχέρεια
οικονομική ευχέρεια
finanzielle Mittel ουδ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με ευχέρεια

με ευχέρεια
διαπλαστική ευχέρεια ΝΟΜ
οικονομική ευχέρεια
finanzielle Mittel ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский