Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευπορώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευπορ|ώ <-είς, -ησα> [ɛfpɔˈrɔ] VERB αμετάβ

ευπορώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский