Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευμάρεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευμάρεια [ɛvˈmaria] SUBST θηλ

ευμάρεια
Wohlergehen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский