Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευκολύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευκολύν|ω <-α, -θηκα> [ɛfkɔˈlinɔ] VERB μεταβ

1. ευκολύνω (κάνω εύκολο):

ευκολύνω

2. ευκολύνω (βοηθώ με δάνειο):

ευκολύνω κάποιον

II . ευκολύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский