Ελληνικά » Γερμανικά

ευθ|ύς1 <-εία, -ύ> [ɛfˈθis] ΕΠΊΘ

1. ευθύς (ίσιος):

ευθύς

2. ευθύς (άμεσος):

ευθύς

3. ευθύς (τίμιος):

ευθύς

ευθ|ύς2 <-> [ɛfˈθis] ΕΠΊΡΡ (αμέσως)

ευθύς

Παραδειγματικές φράσεις με ευθύς

ευθύς εξαρχής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский