Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευδιαθεσία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευδιαθεσία [ɛvðiaθɛˈsia] SUBST θηλ

1. ευδιαθεσία (καλό κέφι):

ευδιαθεσία
gute Laune θηλ

2. ευδιαθεσία (προθυμία):

ευδιαθεσία για
Bereitschaft θηλ zu

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский