Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευαγγελίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευαγγελίζομαι <-στηκα> [ɛvaɲɟɛˈlizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (υπόσχομαι)

ευαγγελίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский